-
1 подоходный
подоходныйприл:\подоходный налог ὁ φόρος ἐπί τοῦ εἰσοδήματος. -
2 подоходный
επ. подоходный налог φόρος εισοδήματος. -
3 подоходный
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подоходный
-
4 налог
ο φόρ/οςльготы на - η φορολογική απαλλαγή, η φορολογική ατέλειαнеоблагаемый - ом αφορολόγητος, χωρίς φορολογική επιβάρυνσηоблагать - ом φορολογώ, επιβάλλω φόροосвобождение от - ов η φορολογική απαλλαγή, η φορολογική ατέλειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > налог
-
5 налог
налогм ὁ φόρος, τό δόσιμο:земельный \налог ἐγγειος φόρος· подоходный \налог ὁ φόρος (έπί) τοῦ είσοδήματος, ὁ φόρος ἐπιτηδεύματος· прямые и косвенные \налоги οἱ ἄμεσοι καί οἱ ἐμμεσοι φόροι· обложение \налогом ἡ φορολογία· облагать \налогом φορολογώ. -
6 налог
-а α.φόρος (κρατικός)•прямой άμεσος φόρος•
косвенный налог έμμεσος φόρος•
прогрессивный налог προοδευτικός (βαθμιαίος) φόρος•
подоходный налог φόρος εισοδήματος ή επιτηδεύματος•
взимать налог παίρνω φόρο•
обложить -ом επιβάλλω φόρο•
налог с недвижимых φόρος ακινήτων•
облегчать -и ελαφρύνω το βάρος των φόρων•
уменьшать -и ελαττώνω τους φόρους.